εὐκίνητοι

εὐκίνητοι
εὐκίνητος
easily moved
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • благоподвигноутисѧ — БЛАГОПОДВИГН|ОУТИСѦ (1*), ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. Проявить склонность к добрым делам: да не оуслышить гл҃юща. мужь малод҃шенъ в несто˫ании пути своихъ. но вси благоподвигнущесѩ. на дѣ||лани˫а ѥже заповѣдии. истинныхъ и не претыканъныхъ. таиного ради… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благоподвижьникъ — БЛАГОПОДВИЖЬНИК|Ъ (1*), А с. Тот, кто склонен к совершению добрых дел, поступков: будемъ послушливии ѥще. бл҃гокормѩщесѩ. бл҃гоподвижници. б҃обоини х(с)тоносци. (εὐκίνητοι) ФСт XIV, 76б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благоподвижьныи — (4) пр. Склонный, стремящийся к добру: тако състарѣимь(с). къ дѣтелнымъ къ бдѣнью. къ пѣньемъ. первозвании. бл҃гоподвижении. безъизвѣстнии. (εὐκίνητοι) ФСт XIV, 191б; лѣпо е(с) бл҃гоподвижно(м) быти. на лучшее ѡ(т) горшаго. (εὐμετακινήτους) ГБ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благоподвизатисѧ — БЛАГОПОДВИЗА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Совершать добрые дела: ничто же имѣ˫а. вси стецемсѩ. вси свѩжемъсѩ любовию. вси ѥдинохотѣниѥмъ. вси ѥдинѣмъ ср(д)цемъ. о б҃зѣ текуще и бл҃гоподвизающесѩ. (εὐκίνητοι) ФСт XIV, 33в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благопокорьливъ — (1*) пр. Покорный, послушный: вси истачающе пока˫ание. послушанье смиренье. къ всѣмъ бл҃гопокорливи. бл҃гопослушьливи. не ропотници (εὐκίνητοι!) ФСт XIV, 153б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • κάλαϊς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της Ωρειθυίας, αδελφός του Ζήτη. Στην Αργοναυτική εκστρατεία τα δύο αδέλφια, εξαιρετικά ευκίνητοι και ωραίοι άντρες, ελευθέρωσαν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο… …   Dictionary of Greek

  • καλαΐς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της Ωρειθυίας, αδελφός του Ζήτη. Στην Αργοναυτική εκστρατεία τα δύο αδέλφια, εξαιρετικά ευκίνητοι και ωραίοι άντρες, ελευθέρωσαν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο… …   Dictionary of Greek

  • οφιουροειδή — Ομοταξία εχινοδέρμων με αστεροειδές σώμα. Διακρίνονται από τους θαλάσσιους αστερίες γιατί οι βραχίονές τους –συνήθως πέντε– είναι κυλινδρικοί, λεπτοί, πολύ ευκίνητοι και μερικές φορές αρκετά διακλαδισμένοι και διακρίνονται καθαρά από τον κεντρικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”